Τενοντίτιδα
Ο τένοντας είναι ένας ινώδης ιστός που συνδέει τους μυς με τα οστά. Αποτελείται από κολλαγόνο και ελαστικές ίνες και περιβάλλεται από μια διπλή μεμβράνη με υγρό. Όταν ένας τένοντας υποβληθεί σε καταπονήσεις που ξεπερνούν τα όρια αντοχής του, ο οργανισμός αντιδρά προκαλώντας ερεθισμό και φλεγμονή. Αυτό ονομάζεται τενοντίτιδα, και αποτελεί ένα από τα πιο συχνά νοσήματα της ορθοπαιδικής.
Όταν συσπάται ένας μυς, ασκεί δύναμη στον τένοντα του ο οποίος με την σειρά του ασκεί δύναμη στο οστό που προσφύεται. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η κίνηση στο ανθρώπινο σώμα. Ένας τένοντας είναι κατασκευασμένος να υπόκειται στις δυνάμεις που του εξασκεί ο μυς καθώς και στην αντίσταση που προβάλλει το οστό μέχρι ενός ορίου. Όταν οι δυνάμεις αυτές επαναλαμβάνονται εκατοντάδες φορές την ημέρα και ιδίως όταν υπάρχει και αυξημένη αντίσταση στην κίνηση, όπως όταν σηκώνουμε κάποιο βάρος επανειλημμένα, τότε υπερβαίνονται τα όρια αντοχής του τένοντα. Ο τένοντας τότε ερεθίζεται και κάποιες από τις ίνες του μπορεί να ακόμα και να σπάσουν. Ο οργανισμός προσπαθεί να απομακρύνει τα σπασμένα αυτά κομμάτια σαν να ήταν ξένα σώματα, προκαλώντας φλεγμονή. Αυτός λοιπόν ο ερεθισμός και η φλεγμονή αποτελούν την οξεία τενοντίτιδα. Σε δεύτερο χρόνο, ο οργανισμός προσπαθεί να επισκευάσει τον φθαρμένο αυτό τένοντα. Ενδέχεται ωστόσο αντί να ανακατασκευαστεί φυσιολογικός τένοντας, να δημιουργηθεί ουλή, με τον ίδιο τρόπο όπως δημιουργούνται οι ουλές και σε άλλες κακώσεις. Ο τένοντας τότε αποτελείται από φυσιολογικό αλλά και ουλώδη ιστό, και είναι πιο επιρρεπής σε χρόνιο ερεθισμό και υποτροπές της φλεγμονής. Αυτό πλέον αποτελεί την χρόνια τενοντίτιδα.
Το κύριο αίτιο της τενοντίτιδας είναι η καταπόνηση λόγω υπέρχρησης. Γενικά, όταν κάνει κάποιος την ίδια επαναλαμβανόμενη κίνηση συνεχώς, αυξάνει η πιθανότητα να παρουσιάσει οξεία τενοντίτιδα. Αν αυτή δεν επουλώσει επαρκώς, τότε εμφανίζεται η χρόνια τενοντίτιδα. Έτσι, κάποιες μορφές εργασίας, άθλησης και ενασχόλησης με συγκεκριμένες δραστηριότητες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης. Άλλοι ενοχοποιητικοί παράγοντες είναι η μειωμένη ελαστικότητα και δύναμη σε μια άρθρωση, η αυξημένη ηλικία και η κακή κυκλοφορία του αίματος, όπως παρατηρείται π.χ. σε διαβητικούς ή καπνιστές.
Η τενοντίτιδα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε τένοντα οπουδήποτε στο σώμα. Οι πιο συνηθισμένες περιοχές (κάποιες έχουν και ιδιαίτερη επωνυμία) είναι:
- Τενοντίτιδα στροφικού πετάλου ή περιαρθρίτιδα στον ώμο
- Επικονδυλίτιδα στον αγκώνα
- Τενοντίτιδα De Quervain στον καρπό – αντίχειρα
- Τροχαντηρίτιδα στο ισχίο
- Τενοντίτιδα τετρακεφάλου ή επιγονατιδικού στο γόνατο
- Τενοντίτιδα Αχιλλείου τένοντα στην ποδοκνημική
Τα συμπτώματα της τενοντίτιδας κυμαίνονται ανάλογα με την βαρύτητα από οίδημα, αίσθημα θερμότητας και ενόχληση ως διαξιφιστικό, έντονο πόνο που κάνει την όποια κίνηση ανυπόφορη. Σε χρόνιες καταστάσεις τα συμπτώματα εμφανίζουν ύφεση για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ οι εξάρσεις πυροδοτούνται από ελάχιστη καταπόνηση. Η διάγνωση της πάθησης μπορεί να επιβεβαιωθεί με την διενέργεια μυοσκελετικού υπερηχογραφήματος, που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει παρόμοια αξιοπιστία με την μαγνητική τομογραφία.
Η θεραπεία της νόσου εξαρτάται από την ανατομική περιοχή που πλήττεται, την βαρύτητα των συμπτωμάτων και την χρονιότητα της πάθησης. Γενικά, η ανάπαυση και η εφαρμογή είτε πάγου είτε θερμότητας αποτελούν βασική αρχή για όλες τις μορφές και τύπους τενοντίτιδας. Τα μη- στεροειδή αντιφλεγμονώδη αποτελούν πρώτη γραμμή θεραπείας, έχουν ωστόσο σημαντικές παρενέργειες και αντενδείξεις και θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο μετά από ιατρική συμβουλή. Η φυσιοθεραπεία ακολουθεί μετά την φαρμακευτική αγωγή. Έχει ρόλο κυρίως στο να βοηθήσει στην φυσιολογική επούλωση του τένοντα και να αυξήσει την δύναμη και την ελαστικότητα του, ώστε να αποφευχθούν υποτροπές της νόσου. Σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να εφαρμόζεται ενέσιμη θεραπεία. Οι ενέσεις αυτές παραδοσιακά γίνονταν με κορτιζόνη, ενώ πλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν βιολογικές θεραπείες όπως αυτόλογα αιμοπετάλια (μέθοδος PRP). Οι ενέσεις αυτές εκτελούνται με τον πιο σύγχρονο τρόπο, δηλαδή με υπερηχογραφική καθοδήγηση. Έτσι, ο ασθενής μπορεί να είναι σίγουρος πως η ένεση στην οποία υποβλήθηκε έγινε με απόλυτη ακρίβεια και ασφάλεια. Σε σπάνιες περιπτώσεις και εφ’ όσον δεν υπήρξε ανταπόκριση στην συντηρητική θεραπεία, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.
Η πρόληψη των υποτροπών της νόσου απαιτεί, όπως προαναφέρθηκε, την ενδυνάμωση και την αύξηση της ελαστικότητας του πάσχοντος τένοντα. Αυτό γίνεται είτε με ασκήσεις που κάνει κανείς μόνος του ή πιο συχνά, με την βοήθεια φυσιοθεραπευτή. Εξίσου σημαντική είναι και αλλαγή στον τρόπο και στην στάση εργασίας, με την χρήση εργονομικής καρέκλας ή εργονομικών βοηθημάτων – π.χ. πληκτρολόγιο και ποντίκι. Στους αθλητές επιβάλλεται η χρήση κατάλληλου εξοπλισμού και πιθανόν η αλλαγή του προπονητικού προγράμματος με έμφαση στην σωστή προθέρμανση και αποθεραπεία. Τέλος, ωφέλιμα είναι και κάποια ορθοπαιδικά είδη όπως περικάρπια, περιαγκωνίδες, πέλματα σιλικόνης και άλλα.